- κερδομίσθιον
- κερδομίσθιον ή κερδόμισθον, τό (Μ)το κέρδος από εργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -μίσθιον (< μισθός), πρβλ. αντι-μίσθιον, ημερο-μίσθιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek